- σιλουέτ(τ)α
- η силуэт;
§ χάνω τη σιλουέτ(τ)α μου — потерять фигуру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ χάνω τη σιλουέτ(τ)α μου — потерять фигуру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σιλουέτ, Ετιέν ντε- — (Silhouette). Γάλλος πολιτικός (Λιμόζη 1709 Μπρι συρ Μαρν 1767). Χάρη στην υποστήριξη της Πομπαντούρ έγινε υπουργός Οικονομικών το 1759. Οι αντίπαλοι του έδωσαν το όνομά του στις γελοιογραφίες της εποχής που τον παρουσίαζαν με διάφορες μορφές,… … Dictionary of Greek
Σεϋχέλες — Συκρότημα νησιών της Ανατολικής Αφρικής, βορειοανατολικά της Μαδαγασκάρης.Tο αρχιπέλαγος των Σεϋχελλών, που ανήκει στη νησιωτική Aφρική, βρίσκεται στον Iνδικό Ωκεανό, βορειοανατολικά της Mαδαγασκάρης. Πρώην βρετανική αποικία, απέκτησε την… … Dictionary of Greek